ΤΜΗΜΑ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΜΑΣΤΟΥ

Συχνές ερωτήσεις

O καρκίνος μαστού αφορά σε όλες τις γυναίκες. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι το φύλο και αυξάνει με την ηλικία.
Τα καλά νέα είναι ότι τα τελευταία χρόνια η επιβίωση μετά τους θεραπευτικούς χειρισμούς έχει αυξηθεί.

  • Ποια είναι η καλύτερη μέθοδος screening?

    Μέχρι τώρα η μαστογραφία είναι η μόνη ενδεδειγμένη μέθοδος πληθυσμιακού ελέγχου (ασυμπτωματικών γυναικών).
    Η μαστογραφία μπορεί να βρει κακοήθειες πριν γίνουν ψηλαφητές. Αυτό βέβαια εξαρτάται απο την πυκνότητα του μαστού και την ποιότητα της μαστογραφίας.
    Η κλινική εξέταση γίνεται συνήθως πριν τη μαστογραφία και καλό είναι να γίνεται κάθε χρόνο μετά την ηλικία των 25.
    Το υπερηχογράφημα (U/S) και η μαγνητική τομογραφία (MRI) μαστών είναι συμπληρωματικές εξετάσεις.

  • Πότε γίνεται η μαστογραφία?

    Ο έλεγχος με μαστογραφία σε ασυμπτωματικές γυναίκες αρχίζει από την ηλικία των 40 και καλό είναι να γίνεται κάθε χρόνο.
    Πολλοί συστήνουν μια μαστογραφία αρχικά στα 35, ώστε να εκτιμηθεί η ποιότητα του μαστού.
    Αν υπάρχει ψηλαφητό εύρημα βέβαια, ο έλεγχος είναι άμεσος και ανεξάρτητα του χρόνου της προηγούμενης μαστογραφίας.

  • Ποια μαστογραφία ψηφιακή ή αναλογική?

    Η ψηφιακή φαίνεται να πλεονεκτεί σε προ/περι-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες και σε γυναίκες με «πυκνούς» μαστούς. Επίσης οι εικόνες αποθηκεύονται και μπορεί να ανασυρθούν αργότερα.
    Λόγω της ψηφιακής λήψης η εικόνα που παίρνουμε μπορεί με κατάλληλες ρυθμίσεις να είναι καθαρότερη, επίσης μπορούμε στην οθόνη να μεγενθύνουμε μια ύποπτη περιοχή.

  • Είναι όλοι οι ψηλαφητοί όγκοι κακοήθεια?

    Όχι, οι περισσότεροι αφορούν σε καλοήθεις παθήσεις ιδίως σε νεότερες γυναίκες.
    Μόνο η λήψη υλικού από την ίδια την βλάβη μπορεί να την ταυτοποιήσει.

  • Πώς επιλέγεται το είδος της χειρουργικής θεραπείας?

    Η χειρουργική θεραπεία στον καρκίνο μαστού είναι η ολική μαστεκτομή, δηλαδή η αφαίρεση ολόκληρου του μαστού και η συντηρητική θεραπεία δηλαδή η αφαίρεση του όγκου με καθαρά όρια ή τμήματος του μαστού (ογκεκτομή, τεταρτεκτομή, μερική μαστεκτομή).
    Πάντα γίνεται έλεγχος της μασχάλης (φρουρός λεμφαδένας και αναλόγως καθαρισμός ή όχι των υπολοίπων μασχαλιαίων λεμφαδένων).
    Έχει αποδειχθεί ότι η επιβίωση δεν επηρεάζεται από το είδος της χειρουργικής θεραπείας, ενώ οι τοπικές υποτροπές δεν διαφέρουν σημαντικά, όταν γίνεται σωστή επιλογή του είδους της χειρουργικής επέμβασης.

  • Πότε αντενδείκνυται η συντηρητική χειρουργική θεραπεία?

    Η συντηρητική χειρουργική θεραπεία αντενδείκνυται όταν υπάρχει όγκος σε διαφορετικά τεταρτημόρια, όταν ο όγκος είναι μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος του μαστού, όταν υπάρχουν αποτιτανώσεις ύποπτες σε μεγάλη έκταση, όταν δεν μπορούμε να πετύχουμε αρνητικά όρια μετά από ευρύτερη εκτομή γύρω από τον όγκο, σε περίπτωση κολλαγονώσεων (σκληρόδερμα, ερυθρωματώδης λύκος) και προηγούμενη ακτινοβολία στο μαστό.
  • Πότε γίνεται ακτινοθεραπεία μετά το χειρουργείο?

    Πάντα μετά από συντηρητικό χειρουργείο, μετά από μαστεκτομή σε μεγάλους όγκους >4cm, όταν συμφύεται ο όγκος στο θωρακικό τοίχωμα ή και όταν υπάρχουν διηθημένοι λεμφαδένες.

  • Γίνεται πάντα χημειοθεραπεία?

    Όχι, η απόφαση παίρνεται αφού συγκεντρώσουμε όλα τα στοιχεία του όγκου, κυρίως από τον ογκολόγο σε συννενόηση με το/τη χειρουργό και βέβαια σε ενημέρωση και συμφωνία της ασθενούς.

  • Ποιές γυναίκες είναι υψηλότερου κινδύνου?

    1. Οι γυναίκες που έχουν κληρονομικότητα, ιδιαίτερα συγγενείς πρώτου βαθμού με καρκίνο μαστού ή ωοθηκών
    2. Οι γυναίκες που έχουν ιστορικό βιοψίας μαστού που βρέθηκε LCIS ή ατυπία
    3. Οι γυναίκες που έχουν ατομικό ιστορικό καρκίνου μαστού
    4. Οι γυναίκες που σε νεαρή ηλικία υπεβλήθησαν σε mantle ακτινοθεραπεία θώρακος για Hodgkin  λέμφωμα
    5. Οι άτοκες εκείνες που είχαν την πρώτη τελειόμηνη εγκυμοσύνη σε ηλικία >30 ετών
    6. Οι γυναίκες των οποίων η μαστογραφία δείχνει αυξημένη πυκνότητα μαζικού αδένα
  • Μόνο γυναίκες «υψηλού» κινδύνου ασθενούν?

    Όχι, ο κίνδυνος αφορά σε όλες τις γυναίκες, αυξάνει με την ηλικία και ειδικά μετά τα 40. Οι περισσότεροι καρκίνοι συμβαίνουν σε γυναίκες μεγαλύτερες των 50 ετών, με μέση ηλικία κατά την διάγνωση τα 62 έτη.
    Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση σε προεμμηνοπαυσιακές  γυναίκες.